- Κουραφροδίτη
- Κουραφροδίτη, ἡ,A virgin-Aphrodite, Procl.H.5.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κουραφροδίτη — κουραφροδίτη, ἡ (Α) η παρθένος, η κόρη Αφροδίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «κούρη Αφροδίτη», (ο τ. κούρη είναι ιων. τ. τού κόρη*)] … Dictionary of Greek
Κουραφροδίτην — Κουραφροδίτη virgin Aphrodite fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)